ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
METRONOMOS 2018
ΕΡΩΤΑΣ Ή ΤΙΠΟΤΑ
στίχοι: Λεωνίδας Μαριδάκης
Κάποτε θα ‘ρθει μια μέρα
θα ‘ναι κάτι στον αέρα
ένα νόημα που καίει
τρεις λεξούλες από σπρέι
θα γελάσεις θα σαστίσεις
και τα μάτια σου θα τρίψεις
θα σκεφτείς: «Μα το Θεό μου
ένα ποίημα του δρόμου»!
Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
μαύρο σπρέι σε λευκό
Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
με ακόρντα θα στο πω
αν με πιάνεις, σ’ αγαπώ
Κάποτε θα σου ‘χουν κλέψει
τη ζωή σου θα ‘χουν δέσει
στα δικά τους «ναι» και «θέλω»
στου μυαλού τους το μπουρδέλο
Κουρασμένος με μια μπύρα
στα Εξάρχεια στη γύρα
έξαφνα θα δεις στο λέω
σύνθημα φίνο και ωραίο
ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη
Ξαπλώνω το παράθυρο ανοιχτό
μπροστά μου κατακόκκινο φεγγάρι
τα λόγια σου χαμένο φυλαχτό
διπλό κρεβάτι άδειο μαξιλάρι
Εσύ που μοιάζεις στις Κυκλάδες
μα είσαι Δωδεκάνησο
στο δρόμο για τις Συμπληγάδες
με κέρασες γλυκάνισο
Εκεί που βλέπεις μόνο ανατολή
και ψάχνεις κάπου για να βρεις μια δύση
τι κι αν πονάει πάλι το φιλί
το πάλεψα και έδωσα τη λύση
Εσύ που μοιάζεις στις Κυκλάδες
μα είσαι Δωδεκάνησο
στο δρόμο για τις Συμπληγάδες
με κέρασες γλυκάνισο
Μύλοι επτά που στέκουν στη σειρά
τραγούδια ψιθυρίζουν του ανέμου
μια πεταλούδα με ανοιχτά φτερά
μου χάρισε το τέλος του πολέμου
ΦΤΑΙΕΙ Ο ΝΤΡΟΥΠΙ
στίχοι: Πάνος Αντωνάτος
Ποιος πετά μολότοφ συχνά στις διαδηλώσεις
ποιος να διαστρεβλώνει επώνυμες δηλώσεις
ποιος φοροδιαφεύγει δε κόβει αποδείξεις
έξω βγάζει χρήματα χωρίς να έχει τύψεις
Ο Ντρούπι, ο Ντρούπι φωνάζει η γειτονιά
ο Ντρούπι, ο Ντρούπι τον είδαμε κρυφά
Ο Ντρούπι, ο Ντρούπι να μπει στη φυλακή
ο Ντρούπι, ο Ντρούπι ντροπιάζει τη φυλή
Ποιος είναι τρομοκράτης με γιάφκα και λαθραία
στη λίστα της Λαγκάρντ κρατούσε τη σημαία
για δες τον τριγυρνάει με μαύρη λιμουζίνα
κορόιδα πληρώνουν την γκλάμουρους βιτρίνα
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΡΑΔΑ
στίχοι: Μάρκος Μαριδάκης
Η γάστρα του παλιού του βαποριού
εγέμισε από κάτω με στρειδώνα
και στα πλευρά που κάθε ναυτικού
τρυπά η τρίαινα του γέρο Ποσειδώνα
Λιγόστεψε το πόσιμο νερό
το καύσιμο κοντεύει να τελειώσει
και όλο αγναντεύουμε προς τις στεριές
πιλότος να φανεί να μας λυτρώσει
Της λαμαρίνας το χοντρό πετσί
ανήμπορο και αυτό να μην πληγιάσει
και ο νους πάντα μακραίνει τις βραδιές
ψάχνει να βρει γυναίκα να πλαγιάσει
Μα σαν περάσουν όλα αυτά κάποια φορά
και οι σκέψεις μας θα μπούνε στην αράδα
θα ξέρουμε όλοι πως σταυρώσαν το Χριστό
σ’ ένα καράβι πάνω, κάποτε στη ράδα
«Ράδα είναι η αναμονή των φορτηγών πλοίων έξω από το λιμάνι μέχρι να πάρουν σειρά να ξεφορτώσουν. Το «Κάποτε στη ράδα» είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψα, μελοποιώντας ένα ποίημα του πατέρα μου, όταν ήμουν 17 χρονών». Λ. Μ.
ΜΙΑ ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΠΙΝΣ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη
Μια μαύρη ομπρέλα, φυσάει λίγο
πήρε να βρέχει και την ανοίγω
ο νους μου τρέχει, με πιάνει τρέλα
μια μαύρη ομπρέλα και θα ξεφύγω
Στα παραμύθια αυτού του κόσμου
σου λέω αλήθεια το χέρι δώσ’ μου
μια Μαίρη Πόππινς θέλω να γίνω
και ευτυχία παντού να δίνω
Μια καμινάδα και ένα τζάκι
για να ζεστάνει κάποιο παιδάκι
η αγάπη μπαίνει στη χαραμάδα
αχ καμινάδα, γίνε δρομάκι
Στα παραμύθια αυτού του κόσμου...
Η ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Σα να ‘γινε σεισμός και σπάσαν τζάμια
και του σπιτιού η πόρτα υποχωρεί
μονάχα εγώ που ξέρω τα σημάδια
γνωρίζω κι ότι μέλλει να συμβεί
και ξέρω πως αστέρια πια θα γίνουν
οι αγάπες μες τον κόσμο όταν σβήνουν
Πως μπήκε τούτη η βάρκα μες το σπίτι
μια βάρκα που είναι για τους ναυαγούς
και ποιος θυμάται μέσα στον πλανήτη
ρομαντικούς να σώσει νοσταλγούς
το κύμα έχει φίδια και κοχλάζει
στο σπίτι που η αγάπη αναστενάζει
Ποιος έσπρωξε τη βάρκα μες το σπίτι
ζωγραφισμένη μ' όστρακα παλιά
με ψάρια κεντημένα σ' ένα δίχτυ
και τα μαργαριτάρια στα κουπιά
Πως ήρθε; όπως μπαίνουν στα όνειρα μας
εκείνα που σκεφτόμαστε δικά μας
Η θάλασσα ως το στήθος πια με φτάνει
δεν ξέρω τι έχει γίνει και ποιος ζει
μα ένα χέρι βγαίνει απ το ταβάνι
σωσίβιο μου ρίχνει και σχοινί
το σπίτι στον αέρα ταξιδεύει
ποια αγάπη μες τον κόσμο μας γυρεύει
ΚΟΚΚΟΙ ΚΑΦΕ
στίχοι: Ειρήνη Σουργιαδάκη
Παραγγέλνεις τον καφέ σου
και κοιτάς την ώρα
τίποτα ως τώρα δεν σου έχω πει
Ο καφές σου έχει έρθει
κι άναψες τσιγάρο
θέλω να σε πάρω να φύγουμε μαζί
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
μεσημέρι μεθυσμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
πρωινό καβουρδισμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
μεσημέρι μεθυσμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
πάντα θα σε περιμένω
Πίνω, μια γουλιά
κάθομαι σταυροπόδι
κουνάω το ένα πόδι κάπως νευρικά
Κάποιον περιμένω
για χάρη του ανασαίνω
ανοίγει η πόρτα μπαίνει δεν είναι αυτός ξανά
Kόκκοι καφέ...
Ακόμα κι αν δεν έρθει
ποτέ ξανά εκείνος
και πεις πως είναι κτήνος και δεν έχει καρδιά
Εγώ θα σε κοιτάω
να πίνεις τον καφέ σου
να γλείφεις τις πληγές σου εδώ παντοτινά.
Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη, Λεωνίδας Μαριδάκης
Μουσείο της Tυπογραφίας και αργεί
έχουμε φτάσει στα μισά της συναυλίας
ελλείψει δικαιολογίας τι θα πει
θα’ ναι το τέλος της δικής μας ιστορίας
Με κοίταξε εδώ πρώτη φορά
καθώς ρωτούσα για μελάνια και ψηφία
για μένα ρώτησε διακριτικά
την ξεναγό μας που την λέγανε Μαρία
Ο Δαίμων του Τυπογραφείου ας χτυπήσει
στα πρωτοσέλιδα να γράψει πως θα ζήσει
ο έρως μας που έχει περάσει στα ψιλά
Ο Δαίμων του Τυπογραφείου ας χτυπήσει
στα πρωτοσέλιδα να γράψει πως θα ζήσει
ο έρως μας που έχει γραφτεί στ’ αθλητικά
Μια αγάπη ήταν που την ήθελα πολύ
όπως αυτές που περιγράφουν τα βιβλία
τα θερινά τα σινεμά, οι κομεντί
ποια τάχα, να μας φταίει συναστρία;
Της μέρας γελοιογραφία τραγικός
με ένα βλέμμα στα μισά της συναυλίας
μες σε μελάνια και ψηφία ο θυμός
θα’ ναι το τέλος της δικής μας ιστορίας
Ο Δαίμων του τυπογραφείου ας χτυπήσει…
ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΑΛΛΑ ΠΛΑΝΑ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη, Λεωνίδας Μαριδάκης
Κάποιοι με το ζόρι μ’ έχουν βάλει σ’ ένα τρένο
με άγνωστο σ’ εμένα προορισμό
Ένα ρομποτάκι να 'μαι πάντα ρυθμισμένο
να υπηρετεί παράφρονα θεό
Δε γουστάρω άλλα πλάνα
κι άλλα πλάνα ξένα πλάνα
στην δική μου τη ζωή
Θέλω μια ζωή τσιγγάνα
μια ζωή γλυκιά τσιγγάνα
να χορεύει ως το πρωί
Κάποιοι με το ζόρι μ’ έχουν βάλει σε μια φόρμα
σαν το κέικ να με τρώνε το πρωί
Μα μέσα μου όλο κάτι λέει
ξύπνα κι όρμα
κάνε χώρο δώσε λόγο και φωνή
Δε γουστάρω άλλα πλάνα...
ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ ΦΩΣ
στίχοι: Λεωνίδας Μαριδάκης
Μέσα σε αυτή την παλιοκατάσταση που ζούμε
με δυο λογάκια τρυφερά θα ανταμωθούμε
θα γίνουμε άτρωτοι στου κόσμου την βλακεία
η αγάπη είναι που έχει σημασία
Με δυο λογάκια φως το βλέμμα σου ημερώνει
το πιο βαθύ σκοτάδι μαζί σου ξημερώνει
Με δυο λογάκια φως σε βλέπω να ανατέλλεις
σου φέρνω πρωινό... ξέρω τι θέλεις
Μες τον παλιόκοσμο αυτό που μας παιδεύει
τα μούτρα του κοιτά και κοροϊδεύει
πάντα στη μέρα μου λίγο καιρό θα κλέψω
θα σε σκεφτώ κάτι δικό σου θα μαντέψω
Με δυο λογάκια φως...
ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΘΗΣΕΙΟ
στίχοι: Φωτεινή Λαμπρίδη
Βγήκα απόψε δίχως κέφι
άλλη μια βόλτα στο Θησείο
οι φίλοι άκουγαν το ντέφι
από το βραδινό δελτίο
Κάποτε έμοιαζε απλό
ο νους μου σ’ άλλα να σαλπάρει
τώρα το σύννεφο αυτό
ξέρω από πίσω θα με πάρει
Ίσως κι εσύ να ‘σαι κοντά
πολύ κοντά μου κατά βάθος
ίσως να ζούμε βιαστικά
ίσως να ζούμε κατά λάθος
Ίσως να θέλω να μαζέψω
από τις στάχτες μιαν ελπίδα
απ’ τη σιωπή λίγο κουράγιο
απ’ τη ζωή μια ηλιαχτίδα
Βγήκα απόψε δίχως λόγο
γιατί βαριέμαι την οθόνη
έχει συσσίτιο στη γωνία
ψυχαγωγία με κουπόνι
Κι είναι μια πόλη μαγική
όταν τη βλέπεις από πάνω
μα μην κοιτάξεις χαμηλά
μες τις στοές κοιμούνται χάμω
Είσαι κι εσύ κάπου κοντά
αλλά χαμένη κατά βάθος
κάποτε έμοιαζε απλό
να ‘χω σωσίβιο το πάθος
Βγήκα απόψε να χαζέψω
χωρίς καφέ κι εφημερίδα
ίσως να θέλω να μαζέψω
από τις στάχτες μιαν ελπίδα
στίχοι: Λεωνίδας Μαριδάκης
Κάποτε θα ‘ρθει μια μέρα
θα ‘ναι κάτι στον αέρα
ένα νόημα που καίει
τρεις λεξούλες από σπρέι
θα γελάσεις θα σαστίσεις
και τα μάτια σου θα τρίψεις
θα σκεφτείς: «Μα το Θεό μου
ένα ποίημα του δρόμου»!
Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
μαύρο σπρέι σε λευκό
Έρωτας ή τίποτα
έρωτας ή τίποτα
με ακόρντα θα στο πω
αν με πιάνεις, σ’ αγαπώ
Κάποτε θα σου ‘χουν κλέψει
τη ζωή σου θα ‘χουν δέσει
στα δικά τους «ναι» και «θέλω»
στου μυαλού τους το μπουρδέλο
Κουρασμένος με μια μπύρα
στα Εξάρχεια στη γύρα
έξαφνα θα δεις στο λέω
σύνθημα φίνο και ωραίο
ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη
Ξαπλώνω το παράθυρο ανοιχτό
μπροστά μου κατακόκκινο φεγγάρι
τα λόγια σου χαμένο φυλαχτό
διπλό κρεβάτι άδειο μαξιλάρι
Εσύ που μοιάζεις στις Κυκλάδες
μα είσαι Δωδεκάνησο
στο δρόμο για τις Συμπληγάδες
με κέρασες γλυκάνισο
Εκεί που βλέπεις μόνο ανατολή
και ψάχνεις κάπου για να βρεις μια δύση
τι κι αν πονάει πάλι το φιλί
το πάλεψα και έδωσα τη λύση
Εσύ που μοιάζεις στις Κυκλάδες
μα είσαι Δωδεκάνησο
στο δρόμο για τις Συμπληγάδες
με κέρασες γλυκάνισο
Μύλοι επτά που στέκουν στη σειρά
τραγούδια ψιθυρίζουν του ανέμου
μια πεταλούδα με ανοιχτά φτερά
μου χάρισε το τέλος του πολέμου
ΦΤΑΙΕΙ Ο ΝΤΡΟΥΠΙ
στίχοι: Πάνος Αντωνάτος
Ποιος πετά μολότοφ συχνά στις διαδηλώσεις
ποιος να διαστρεβλώνει επώνυμες δηλώσεις
ποιος φοροδιαφεύγει δε κόβει αποδείξεις
έξω βγάζει χρήματα χωρίς να έχει τύψεις
Ο Ντρούπι, ο Ντρούπι φωνάζει η γειτονιά
ο Ντρούπι, ο Ντρούπι τον είδαμε κρυφά
Ο Ντρούπι, ο Ντρούπι να μπει στη φυλακή
ο Ντρούπι, ο Ντρούπι ντροπιάζει τη φυλή
Ποιος είναι τρομοκράτης με γιάφκα και λαθραία
στη λίστα της Λαγκάρντ κρατούσε τη σημαία
για δες τον τριγυρνάει με μαύρη λιμουζίνα
κορόιδα πληρώνουν την γκλάμουρους βιτρίνα
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΡΑΔΑ
στίχοι: Μάρκος Μαριδάκης
Η γάστρα του παλιού του βαποριού
εγέμισε από κάτω με στρειδώνα
και στα πλευρά που κάθε ναυτικού
τρυπά η τρίαινα του γέρο Ποσειδώνα
Λιγόστεψε το πόσιμο νερό
το καύσιμο κοντεύει να τελειώσει
και όλο αγναντεύουμε προς τις στεριές
πιλότος να φανεί να μας λυτρώσει
Της λαμαρίνας το χοντρό πετσί
ανήμπορο και αυτό να μην πληγιάσει
και ο νους πάντα μακραίνει τις βραδιές
ψάχνει να βρει γυναίκα να πλαγιάσει
Μα σαν περάσουν όλα αυτά κάποια φορά
και οι σκέψεις μας θα μπούνε στην αράδα
θα ξέρουμε όλοι πως σταυρώσαν το Χριστό
σ’ ένα καράβι πάνω, κάποτε στη ράδα
«Ράδα είναι η αναμονή των φορτηγών πλοίων έξω από το λιμάνι μέχρι να πάρουν σειρά να ξεφορτώσουν. Το «Κάποτε στη ράδα» είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψα, μελοποιώντας ένα ποίημα του πατέρα μου, όταν ήμουν 17 χρονών». Λ. Μ.
ΜΙΑ ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΠΙΝΣ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη
Μια μαύρη ομπρέλα, φυσάει λίγο
πήρε να βρέχει και την ανοίγω
ο νους μου τρέχει, με πιάνει τρέλα
μια μαύρη ομπρέλα και θα ξεφύγω
Στα παραμύθια αυτού του κόσμου
σου λέω αλήθεια το χέρι δώσ’ μου
μια Μαίρη Πόππινς θέλω να γίνω
και ευτυχία παντού να δίνω
Μια καμινάδα και ένα τζάκι
για να ζεστάνει κάποιο παιδάκι
η αγάπη μπαίνει στη χαραμάδα
αχ καμινάδα, γίνε δρομάκι
Στα παραμύθια αυτού του κόσμου...
Η ΒΑΡΚΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Σα να ‘γινε σεισμός και σπάσαν τζάμια
και του σπιτιού η πόρτα υποχωρεί
μονάχα εγώ που ξέρω τα σημάδια
γνωρίζω κι ότι μέλλει να συμβεί
και ξέρω πως αστέρια πια θα γίνουν
οι αγάπες μες τον κόσμο όταν σβήνουν
Πως μπήκε τούτη η βάρκα μες το σπίτι
μια βάρκα που είναι για τους ναυαγούς
και ποιος θυμάται μέσα στον πλανήτη
ρομαντικούς να σώσει νοσταλγούς
το κύμα έχει φίδια και κοχλάζει
στο σπίτι που η αγάπη αναστενάζει
Ποιος έσπρωξε τη βάρκα μες το σπίτι
ζωγραφισμένη μ' όστρακα παλιά
με ψάρια κεντημένα σ' ένα δίχτυ
και τα μαργαριτάρια στα κουπιά
Πως ήρθε; όπως μπαίνουν στα όνειρα μας
εκείνα που σκεφτόμαστε δικά μας
Η θάλασσα ως το στήθος πια με φτάνει
δεν ξέρω τι έχει γίνει και ποιος ζει
μα ένα χέρι βγαίνει απ το ταβάνι
σωσίβιο μου ρίχνει και σχοινί
το σπίτι στον αέρα ταξιδεύει
ποια αγάπη μες τον κόσμο μας γυρεύει
ΚΟΚΚΟΙ ΚΑΦΕ
στίχοι: Ειρήνη Σουργιαδάκη
Παραγγέλνεις τον καφέ σου
και κοιτάς την ώρα
τίποτα ως τώρα δεν σου έχω πει
Ο καφές σου έχει έρθει
κι άναψες τσιγάρο
θέλω να σε πάρω να φύγουμε μαζί
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
μεσημέρι μεθυσμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
πρωινό καβουρδισμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
μεσημέρι μεθυσμένο
Kόκκοι, κόκκοι καφέ
πάντα θα σε περιμένω
Πίνω, μια γουλιά
κάθομαι σταυροπόδι
κουνάω το ένα πόδι κάπως νευρικά
Κάποιον περιμένω
για χάρη του ανασαίνω
ανοίγει η πόρτα μπαίνει δεν είναι αυτός ξανά
Kόκκοι καφέ...
Ακόμα κι αν δεν έρθει
ποτέ ξανά εκείνος
και πεις πως είναι κτήνος και δεν έχει καρδιά
Εγώ θα σε κοιτάω
να πίνεις τον καφέ σου
να γλείφεις τις πληγές σου εδώ παντοτινά.
Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη, Λεωνίδας Μαριδάκης
Μουσείο της Tυπογραφίας και αργεί
έχουμε φτάσει στα μισά της συναυλίας
ελλείψει δικαιολογίας τι θα πει
θα’ ναι το τέλος της δικής μας ιστορίας
Με κοίταξε εδώ πρώτη φορά
καθώς ρωτούσα για μελάνια και ψηφία
για μένα ρώτησε διακριτικά
την ξεναγό μας που την λέγανε Μαρία
Ο Δαίμων του Τυπογραφείου ας χτυπήσει
στα πρωτοσέλιδα να γράψει πως θα ζήσει
ο έρως μας που έχει περάσει στα ψιλά
Ο Δαίμων του Τυπογραφείου ας χτυπήσει
στα πρωτοσέλιδα να γράψει πως θα ζήσει
ο έρως μας που έχει γραφτεί στ’ αθλητικά
Μια αγάπη ήταν που την ήθελα πολύ
όπως αυτές που περιγράφουν τα βιβλία
τα θερινά τα σινεμά, οι κομεντί
ποια τάχα, να μας φταίει συναστρία;
Της μέρας γελοιογραφία τραγικός
με ένα βλέμμα στα μισά της συναυλίας
μες σε μελάνια και ψηφία ο θυμός
θα’ ναι το τέλος της δικής μας ιστορίας
Ο Δαίμων του τυπογραφείου ας χτυπήσει…
ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΑΛΛΑ ΠΛΑΝΑ
στίχοι: Νικόλ Κατσάνη, Λεωνίδας Μαριδάκης
Κάποιοι με το ζόρι μ’ έχουν βάλει σ’ ένα τρένο
με άγνωστο σ’ εμένα προορισμό
Ένα ρομποτάκι να 'μαι πάντα ρυθμισμένο
να υπηρετεί παράφρονα θεό
Δε γουστάρω άλλα πλάνα
κι άλλα πλάνα ξένα πλάνα
στην δική μου τη ζωή
Θέλω μια ζωή τσιγγάνα
μια ζωή γλυκιά τσιγγάνα
να χορεύει ως το πρωί
Κάποιοι με το ζόρι μ’ έχουν βάλει σε μια φόρμα
σαν το κέικ να με τρώνε το πρωί
Μα μέσα μου όλο κάτι λέει
ξύπνα κι όρμα
κάνε χώρο δώσε λόγο και φωνή
Δε γουστάρω άλλα πλάνα...
ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ ΦΩΣ
στίχοι: Λεωνίδας Μαριδάκης
Μέσα σε αυτή την παλιοκατάσταση που ζούμε
με δυο λογάκια τρυφερά θα ανταμωθούμε
θα γίνουμε άτρωτοι στου κόσμου την βλακεία
η αγάπη είναι που έχει σημασία
Με δυο λογάκια φως το βλέμμα σου ημερώνει
το πιο βαθύ σκοτάδι μαζί σου ξημερώνει
Με δυο λογάκια φως σε βλέπω να ανατέλλεις
σου φέρνω πρωινό... ξέρω τι θέλεις
Μες τον παλιόκοσμο αυτό που μας παιδεύει
τα μούτρα του κοιτά και κοροϊδεύει
πάντα στη μέρα μου λίγο καιρό θα κλέψω
θα σε σκεφτώ κάτι δικό σου θα μαντέψω
Με δυο λογάκια φως...
ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΘΗΣΕΙΟ
στίχοι: Φωτεινή Λαμπρίδη
Βγήκα απόψε δίχως κέφι
άλλη μια βόλτα στο Θησείο
οι φίλοι άκουγαν το ντέφι
από το βραδινό δελτίο
Κάποτε έμοιαζε απλό
ο νους μου σ’ άλλα να σαλπάρει
τώρα το σύννεφο αυτό
ξέρω από πίσω θα με πάρει
Ίσως κι εσύ να ‘σαι κοντά
πολύ κοντά μου κατά βάθος
ίσως να ζούμε βιαστικά
ίσως να ζούμε κατά λάθος
Ίσως να θέλω να μαζέψω
από τις στάχτες μιαν ελπίδα
απ’ τη σιωπή λίγο κουράγιο
απ’ τη ζωή μια ηλιαχτίδα
Βγήκα απόψε δίχως λόγο
γιατί βαριέμαι την οθόνη
έχει συσσίτιο στη γωνία
ψυχαγωγία με κουπόνι
Κι είναι μια πόλη μαγική
όταν τη βλέπεις από πάνω
μα μην κοιτάξεις χαμηλά
μες τις στοές κοιμούνται χάμω
Είσαι κι εσύ κάπου κοντά
αλλά χαμένη κατά βάθος
κάποτε έμοιαζε απλό
να ‘χω σωσίβιο το πάθος
Βγήκα απόψε να χαζέψω
χωρίς καφέ κι εφημερίδα
ίσως να θέλω να μαζέψω
από τις στάχτες μιαν ελπίδα
ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟΥ
|
ΑΒΑΔΙΣΤΑ
|